Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

μην ξεχνάς

См. также в других словарях:

  • εξάλλου — επίρρ. τροπ., επίσης, επιπλέον, απ την άλλη, μην ξεχνάς ότι: Έχει οικονομική άνεση εξάλλου πήρε και προίκα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μνήσθητι — αρχαία προστακτική (β εν. πρόσωπο παθ. αορ.) συχνή στην εκκλησιαστική γλώσσα, θυμήσου, μην ξεχνάς: Μνήσθητί μου Κύριε (θυμήσου με, μη με ξεχάσεις) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μνησικακία — η το να κρατάς κακία σε κάποιον, το να μην ξεχνάς το κακό που σου έκαναν και να προσπαθείς να το ανταποδώσεις, η αντεκδίκηση: Σκότωσε το γείτονά του από μνησικακία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • οπουδήποτε — επίρρ. τοπ., σ όποιο μέρος, παντού: Οπουδήποτε βρεθείς μην ξεχνάς αυτά που σου είπα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πλήρωμα — το, ατος 1. γέμισμα ή καθετί που χρησιμεύει για γέμισμα. 2. το σύνολο των προσώπων που υπηρετούν σε πλοίο ή σε αεροπλάνο: Αγνοούνται ορισμένα μέλη του πληρώματος. 3. συμπλήρωμα: Το πλήρωμα του χρόνου. 4. το σύνολο των πιστών: Το πλήρωμα της… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»